- ἐνδόξου
- ἔνδοξοςheld in esteemmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ЗАЧАТИЕ ПРАВЕДНОЙ АННОЙ ПРЕСВЯТОЙ БОГОРОДИЦЫ — [слав. греч. ῾Η σύλληψις τῆς ῾Αγίας ῎Αννης; лат. Conceptio Sanctae Mariae], праздник, отмечаемый правосл. Церковью 9 дек., в воспоминание чудесного зачатия Пресв. Девы прав. Анной. Событие в честь к рого установлено празднование, впервые… … Православная энциклопедия
безславиѥ — БЕЗСЛАВИ|Ѥ (8), ˫А с. 1.Отсутствие славы, безвестность: Иже хочеть славьнъ быти ||=в семь мирѣ. ть бештьстьѩ не тьрпить. вѣроу же дрьжѩи беславиѥ любить. Изб 1076, 33 об. 34; Иже хощеть славенъ быти в семь мирѣ бещесть˫а не терпить вѣру же держа… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Монастырь Святого Стефана — православный храм Монастырь Святого Стефана греч. Μονή Αγίου Στεφάνου … Википедия
SIDA vel SIDE — SIDA, vel SIDE urbs Pamphyliae maritima apud Ciliciae confinia, inter ostia Eurymedontis ad occasum et Coracesium urbem ad ortum Archiepiscopalis olim, nunc destructa. Hîc Synodus A. C. 383. ab Amphilochio, contra Massalianos, habita. Photius… … Hofmann J. Lexicon universale
βαφτιστής — και βαπτιστής, ο (AM βαπτιστής) 1. αυτός που βαφτίζει κάποιον 2. ο Ιωάννης ο Πρόδρομος που βάφτισε τον Χριστό («Άι μου Γιάννη Πρόδρομε και βαφτιστή Κυρίου», «τοῡ ἁγίου ἐνδόξου Προδρόμου και Βαπτιστοῡ Ἰωάννου») νεοελλ. Βαπτιστές, οι ονομασία… … Dictionary of Greek
διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… … Dictionary of Greek
ενδοξότητα — η (AM ἐνδοξότης) η ιδιότητα τού ένδοξου μσν. (ως τιμητικός τίτλος) «ἡ ὑμετέρα ἐνδοξότης» … Dictionary of Greek
σατράπης — Διοικητής επαρχίας στο αρχαίο περσικό κράτος. Παράλληλα προς τα διοικητικά του καθήκοντα ο σ. είχε και δικαστικές εξουσίες και φρόντιζε επίσης για τη συγκέντρωση και την αποστολή στο «μέγα βασιλέα» των φόρων της σατραπείας του. Επιπλέον ήταν… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Αραμπάλ, Φερνάντο — (Fernando Arrabal, Μελίγια 1932 –). Ισπανός μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Τα θεατρικά του έργα σφραγίζονται από μια ατμόσφαιρα έντονης φρίκης, όπως συμβαίνει και στο πρώιμο θέατρο του Ανταμόβ, και κυριαρχούνται από χαρακτήρες με μια… … Dictionary of Greek